Ήταν το αφετηριακό σημείο ενός θεμελιώδους τρό που σκέψης που αποτελεί τη βάση της θεραπευτικής μου, η οποία, εκκινώντας από ένα πολύ ευρύτερο πεδίο, προχωρά πέρα από τον κόσμο της λεγόμενης υγείας, όπως θα καταδείξω στη συνέχεια αυτού του βιβλίου.
Όμως πώς κατάφερα να επιλέξω έναν διαφορετικό προσανατολισμό από αυτόν στον οποίο με οδηγούσε η εκπαίδευσή μου; Γιατί άραγε θέλησα να δημιουργήσω κάτι διαφορετικό σε έναν επαγγελματικό χώρο όπου η δημιουργικότητα έχει σχεδόν ισοπεδωθεί από την εμπο ρευματοποιημένη επιστήμη; Το λέω αυτό επειδή έτσι μπορώ να χαρακτηρίσω την παραδοσιακή ιατρική, ως μια εμπορευματοποιημένη επιστήμη. Αυτό που ενδιαφέ ρει είναι η γνώση η οποία βασίζεται σε γεγονότα, χωρίς τα συναισθήματα. Ωστόσο αυτό που εγώ επέλεξα ήταν μια δημιουργική προσέγγιση: έναν συνδυασμό γνώσης και συναισθημάτων. Δεν νομίζω βέβαια ότι ήταν ζήτημα επιλογής. Συνέβη ως συνέπεια της φύσης μου, των πα ρατηρήσεών μου, αλλά και όλων αυτών των εντυπώσεων που δέχτηκα ως άνθρωπος, γιατρός και παρατηρητής του περιβάλλοντος.
Πριν από δεκαεφτά χρόνια άρχισα να εργάζομαι ως ια τρικός σύμβουλος σε μια ασφαλιστική εταιρεία. Στις Κά τω Χώρες ο εργαζόμενος ασφαλίζεται για την πιθανότη τα απώλειας ημερομισθίων αν αδυνατεί να εργαστεί λόγω ασθένειας. Ήμουν γνωστός στη βιομηχανία ως γιατρός ασφαλιστικής εταιρείας. Το να ξεκινήσει κανείς με αυτό τον τρόπο ήταν ασυνήθιστο. Οι συνάδελφοί μου ήταν αρ χαιότεροι στο επάγγελμα και ειδικοί στο τέλος της στα διοδρομίας τους. Στη διάρκεια της ζωής τους είχαν δει πολλά, είχαν θεραπεύσει αρκετούς ασθενείς και μελετήσει πολλές περιπτώσεις. Ο ιατρικός σύμβουλος επιτελεί έναν διαφορετικό ρόλο, εστιάζοντας όχι τόσο στη θερα πεία, όσο στην πολιτική της εταιρείας. Το θεώρησα μια ιδιαίτερη απασχόληση. Ως νεαρός γιατρός είχα το πλεο νέκτημα να ασχολούμαι μόνο με τη διαδικασία της διά γνωσης με τη βοήθεια που μου παρείχαν τα μάτια, τα χέ ρια και τα αυτιά μου, και ίσως ακόμα ένα στηθοσκόπιο κι ένα σφυρί ανακλαστικών, για να καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα το συντομότερο.
Ο νους ενός ιατρικού συμβούλου δεν αποσπάται από σκέψεις που αφορούν τη θεραπεία, εφόσον αυτό δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του. Η δρομολόγηση της θερα πείας γίνεται από κάποια άλλη ειδικότητα του ιατρικού επαγγέλματος. Στη διάρκεια των χρόνων αυτών εξέταζα σαράντα έως εξήντα ανθρώπους κατά τη διάρκεια μίας ημέρας. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να μπορεί να κάνει διάγνωση κάτω από αυτές τις συνθήκες; Πώς μπορεί κα νείς να αποφασίσει αν κάποιος είναι άρρωστος ή όχι; Έθετα στον εαυτό μου αυτές τις ερωτήσεις συνεχώς, τις οποίες συσχέτιζα με το εργασιακό περιβάλλον, τις κοι νωνικές συνθήκες και το ιστορικό των εν λόγω παθή σεων. Ο συνδυασμός αυτός μου κέντρισε το ενδ ιαφ έρον, γιατί μια νοικοκυρά με γρίπη, λόγου χάρη, συνεχίζει κατά κάποιο τρόπο να είναι αποτελεσματική, πιθανόν σε πε ριορισμένο βαθμό, όμως λειτουργεί χωρίς καμία επ ίπ τω ση στην κοινωνία, χωρίς την ανάγκη μιας οικονομικής βοήθειας και τελικά χωρίς συνέπειες για ένα εργοστάσιο όπου εργάζεται αδιάκοπα. Με τον τρόπο αυτό ανέπτυξα μια σύντομη διάγνωση για το τι συνέβαινε εσωτερικά στους ανθρώπους, επειδή δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν πια στην εργασία τους. Ήθελα να κατανοήσω τους λόγους που ένα άτομο παρα μένει στο σπίτι του λόγω γρίπης, ενώ ένα άλλο επειδή αι σθάνεται κουρασμένο ή ένα τρίτο εξαιτίας πόνων στη μέ ση. Αντίθετα, άλλοι άνθρωποι σε διαφορετικές εργασίες, αν και υποφέρουν από τις ίδιες ενοχλήσεις, συνεχίζουν, χωρίς την ανάγκη προφανώς να διακόψουν την εργασία τους. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ του μοναδικού ατόμου, της πάθησής του και της διάδρασής του με την εργασία του. Ή, αλλιώς, θα έπρεπε να υπάρχει μια σχέση με τον κοινωνικό του περίγυρο, την οικογένεια, την ανακαίνιση στο σπίτι ή ακόμα με το πώς λειτουργεί στη διάρκεια του απογεύματος, ίσως και του Σαββατοκύριακου. Μετά από ένα διάστημα ήμουν σε θέ ση να διακρίνω και να κατανοήσω το πώς διασυνδέονταν όλα τα παραπάνω.
Ωστόσο, από ιατρική σκοπιά, παρατήρησα και πολλά άλλα πράγματα. Συχνά συναντά κανείς ανθρώπους οι οποίοι, ενώ έχουν ακολουθήσει όλα τα στάδια της ιατρι κής θεραπευτικής διαδικασίας, συνεχίζουν να παραπο νούνται ότι νιώθουν κουρασμένοι, ότι δεν αισθάνονται καλά σε μια εργασία με την οποία ήταν στο παρελθόν ευ χαριστημένοι για μεγάλο διάστημα. Έχουν πραγματοποιή σει όλες τις απαιτούμενες εξετάσεις, κλινικές, χημικές, ακτινολογικές και άλλες, και τελικά το πόρισμα ήταν το εξής: «Δεν μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιο πρόβλημα, δεν έχεις τίποτα, απλώς είναι της φαντασίας σου, μάλλον είναι ψυχολογικό».
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσα να αντιληφθώ κάποιον προφανή λόγο που να με παραπέμπει σε μια ψυχική δυ σλειτουργία. Η οικογένεια λειτουργούσε καλά, η δουλειά ήταν ευχάριστη, επιτυχημένη, παρουσίαζε ενδιαφέρον. Το άτομο όμως εξακολουθούσε να μη νιώθει καλά. Έπει τα από δύο χρόνια συναντούσε κανείς ένα παρόμοιο πε ριστατικό στο γραφείο του. Η πάθηση χωρίς ορατά συ μπτώματα στη συνέχεια εξελίχθηκε σε μια σοβαρή πα θολογία: είχε βρεθεί ένας κακοήθης όγκος στον πνεύμο να. Τώρα υπήρχε ένας βάσιμος λόγος για να μην πάει στη δουλειά, να παραμείνει στο σπίτι, ήταν άρρωστος πλέον. Μια ιατρική ετικέτα νομιμοποιούσε την ασθένεια. Τελικά η κοινωνία θα το δεχόταν. Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά παρόμοια περιστατικά από την εποχή που ήμουν ιατρικός σύμβουλος.